- οιστρογόνος
- -ο, θηλ. και -α1. αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οιστρογόναομάδα ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την ανάπτυξη, την ωρίμαση και τη λειτουργία τών γεννητικών οργάνων τής γυναίκας3. φρ. «οιστροφόνες ορμόνες» — τα οιστρογόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestrogen < oestro- < οίστρος) + -gen, που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- τής ρίζας γεν-, πρβλ. καρκινο-γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.